Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

Γεώργιος Σουρής - Ω Ελλάς ηρώων χώρα, τί γαιδάρους βγάζεις τώρα

 
Όλα αυτά που ζούμε σήμερα αυτός ο τόπος τα έχει ζήσει ξανά. Το 1902 ο Γεώργιος Σουρής γράφει κάποιους στίχους για να σχολιάσει την κατάσταση της εποχής εκείνης στην Ελλάδα.
 
Στίχοι επίκαιροι λες… και έβλεπε ο άνθρωπος τη ζωή του Έλληνα σήμερα…
 
Γράφει η Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
  
Για τη δυστυχία της Ελλάδας γράφει ο "σύγχρονος Αριστοφάνης", που προτάθηκε για Νόμπελ λογοτεχνίας και γεννήθηκε  στις 2 Φεβρουαρίου του 1853.

Ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, ένας "σύγχρονος Αριστοφάνης" που προτάθηκε για Νόμπελ λογοτεχνίας και σατίριζε πολιτικούς και τραπεζίτες. Ένας άνθρωπος που του άρεσε να αυτοσαρκάζεται ακόμα και όταν απορρίφθηκε από τη φιλοσοφική. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον πολυγραφότατο, εξαιρετικά ταλαντούχο κι ευφυή χρονικογράφο, Γεώργιο Σουρή, ο οποίος γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1853. 

Στις 2 Απριλίου του 1883, στα 30 του χρόνια, βγάζει το πρώτο φύλλο της εφημερίδας του. Μια έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα, που την ονομάζει "Ο Ρωμηός".

 Ο Γιώργος Σουρής έχει γράψει τη "Δυστυχία σου Ελλάς"που συγκαταλέγεται στην ανθολογία της οικονομίας. Ένα ποιήμα ιδιαίτερα εύστοχο και διαχρονικό για την κακοδαιμονία της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Γράφει με πραγματικά απαράμιλλο σαρκασμό, αυτογνωσία αλλά και γλυκόπικρο χιούμορ. 

 Ποιος είδε κράτος λιγοστό 

 σ’ όλη τη γη μοναδικό, 

 εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;

 Να τρέφει όλους τους αργούς, 

 νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς, 

 ταμείο δίχως χρήματα 

 και δόξης τόσα μνήματα;

 Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά

 και να σε κλέβουν φανερά,

 κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε

 τον κλέφτη να γυρεύουνε;

 Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα,

 ελπίδες και σκοποί,

 οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν

 δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή. 

 Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,

 κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.

 Κι από προσπάππου κι από παππού

 συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

 Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-

 να παριστάνει τον ευρωπαίο.

 Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει,

 στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.

 Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,

 ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.

 Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, 

 λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης. 

 Και ψωμοτύρι και για καφέ

 το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ». 

 Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς 

 σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.

 Δυστυχία σου, Ελλάς,

 με τα τέκνα που γεννάς!

 Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,

 τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Ας προβληματιστούμε και ας παραδειγματιστούμε όλοι οι Έλληνες σήμερα – ηγέτες και πολίτες – αν θέλουμε να τραβήξουμε μπροστά...

 πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου