Διδαχές τῆς ἀείμνηστης Γερόντισσας Μακρίνας 1987
Τί ὄμορφο τό κελλάκι! Ἔχει πάρα πολλή χάρι. Εἶναι μία παλαίστρα πού παλεύει κανείς καί δίνεται στόν Θεό καί βλέπει μέσα του μία ἐλάφρυνσι. Γι᾿ αὐτό οἱ Πατέρες κλείνονταν μέσα στίς κουφάλες, μέσα στά κελλάκια τους καί δέν βγαίνανε.
Παλαιότερα εἶχαν πάει στόν παππού Ἰωσήφ δυό κοσμικοί. Ἦταν καλοκαίρι. Τό κελλί ἦταν κλειστό καί κάθησαν ἀπ᾿ ἔξω. Ὁ Γέροντας βρισκόταν σέ προσευχή. Εἶχε τά χεράκια του ὑψωμένα ὧρες ὁλόκληρες καί ἀκουγόταν μέσα κλαυθμός, ἔβγαινε ἄρρητος εὐωδία, τόση πού δέν μποροῦσαν οἱ ἐπισκέπται νά τήν ἀντέξουν. Ὅταν τελείωσε τήν προσευχή του καί ἄνοιξε, ἦταν ἱδρωμένος ἀπό τόν ἀγῶνα πού ἔκανε γιά τόν Χριστό καί τό πρόσωπό του λουσμένο στά δάκρυα.
Βλέποντάς τους λέει:
Πόσες ὧρες εἶστε ἐδῶ;
Γέροντα, ἀπό τήν ἐρχή κάνουμε καί ᾿μεῖς προσευχή ἔξω ἀπό τό κελλάκι· τί εὐωδία ἦταν αὐτή, τί οὐράνιο μεγαλεῖο!
Καί ὁ Γέροντας τούς εἶπε:
Παιδιά μου, δέν μπορῶ νά σᾶς περιγράψω τό τί αἰσθάνθηκα αὐτή τή στιγμή! Πόσα μεγαλεῖα, πόση ὡραιότητα καί πόση γλύκα ἔχει ἡ προσευχή.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αἰχμαλωτισθῆ στήν προσευχή, ἔρχεται ἡ ἀνεξικακία, ἡ πραότητα, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ταπείνωσις, ἔρχεται ἡ ἄκρα ταπεινοφροσύνη στόν ἄνθρωπο καί ἀκοῦς «νἆναι εὐλογημένο» καί «εὐλόγησον». Δέν ἀκοῦς τίποτε ἄλλο. Ὅταν κανείς κυνηγάη τήν προσευχή, ἀπολαμβάνει πλούσια τό μεγαλεῖο τῆς Θείας Χάριτος μέσα του. Ἡ προσευχή, νά ξέρετε, εἶναι τό μεγαλύτερο δῶρο στόν ἄνθρωπο καί ὅποιος τήν καλλιεργεῖ καί κυγηγάει τήν «εὐχή», θά ἰδῆ πολλά πράγματα στήν ψυχή του.
Ὅπως μᾶς ἔγραφε παλαιότερα ὁ Γέροντας, ὅταν ἦταν μόνος του στήν Σκήτη καί ἔφτανε στό τέλος τῆς προσευχῆς, τά γένια του, τά μουστάκια του, εὐωδίαζαν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται καί ἀγαπάη τόν Χριστό πολύ -ὁ Χριστός δέν κάνει διακρίσεις-, ὅλα τά μέλη του ἁγιάζονται καί εὐωδιάζουν. Παλιά, πρίν μονάσουμε,ὅταν ἤμασταν ἀκόμη στόν κόσμο, ὅταν συναντιόμασταν οἱ πνευματικές ἀδελφές, τά κεφάλια μας εὐωδίαζαν καί, ὅταν μιλούσαμε, ἔβγαινε ἀπό τό στόμα εὐωδία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη προσευχή, τόσο τόν φωτίζει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εὐωδιάζει καί τό σῶμα του καί τά ροῦχα του καί τό κελλί του, παντοῦ. Πήγαμε μαζί μέ τόν παλιό πνευματικό μου σέ μιά ἁγία γερόντισσα, πού εἶχε συνέχεια τόν νοῦ της στήν Κόλασι καί ἀπό τά πολλά δάκρυα ἔκανε λακοῦβες στό πρόσωπό της. Εἶχε τό χαροποιόν πένθος. Ὅταν τήν ρώτησα τί εἶναι τό χαροποιόν πένθος, ἐκείνη μοῦ ἀπάντησε:
«Ὅταν ἔχης τό πένθος τοῦ Χριστοῦ, βλέπεις μέσα στήν καρδιά νά εἶναι ὅλο γλύκα παρ᾿ ὅλο πού τήν πηγαίνεις στόν Ἅδη· καί παρ᾿ ὅλο πού ἡ καρδιά, ἡ γλῶσσα καί ὁ νοῦς γλυκαίνονται, ὁ νοῦς δέν φεύγει ἀπό τήν Κόλασι.
Γι᾿ αὐτό νά παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς δώση τό χαροποιόν πένθος καί τότε τήν κάθε πτῶσι τοῦ ἀδελφοῦ θά τήν βλέπουμε δική μας καί θά Τόν παρακαλοῦμε νά τόν φωτίση καί τόν ἐλεήση».
Ὅ παππούς Ἰωσήφ τήν ἔλεγε κλαιο-Μαρία. Ὅταν γονάτισα καί πῆρα τήν εὐχή της, εὐωδίαζε ὁλόκληρη. Αὐτή ἔμενε στή Νέα Ἰωνία καί ἐγώ στό Μαρούσι. Ὅταν κατέβαινα στήν Ἀθήνα, κάθε μέρα βρισκόμουν ἐκεῖ.
Ὅταν προσπαθοῦμε καί προσευχώμαστε μέ πολλή ἀγάπη καί ἀναφέρουμε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ μέ πολλή πίστι, θά ἰδοῦμε πολλά ὑψηλά πράγματα, θά ἰδοῦμε τά μεγαλεῖα τῆς Χάριτος. Ὁ Θεός χαριτώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει ἅγιο. Τί περισσότερο εἶχαν οἱ ἅγιοι Πατέρες; Καί ἐκεῖνοι ἦταν ἄνθρωποι μέ πάθη, ἐλαττώματα, πολεμοῦσαν μέ ὅλα τά πάθη, ἀλλά μέ τό νά ἔχουν καλή προαίρεσι καί ἀγῶνα, ἔφθασαν στήν ἁγιότητα. Γι᾿ αὐτό, λέει, διά τῆς προαιρέσεως γίνεται κανείς ἐρημίτης, κοινοβιάτης, μάρτυρας. Ἀνάλογα μέ τήν ἐπίσκεψι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος ζητάει νά ζήση διάφορες καταστάσεις καί παρακαλάει τούς ἁγίους νά ἀξιωθῆ νά γίνη μέτοχος αὐτῶν. Λέει:
«Ἄς ἤμουν κι ἐγώ στήν ἔρημο μέ τούς ἀσκητάδες, μέ τούς ἐρημῖτες, ἄς ἤμουν σ᾿ ἕνα Κοινόβιο νά εἶμαι πενιχρή, ταπεινή, νά μέ ὑβρίζουν, νά μέ χλευάζουν...».
Καί ἄλλοτε πάλι ζητάει ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι κατά μόνας τελείως, νά μή ἔχη βία προσευχῆς, τότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τοῦ δίνει αὐτά τά χαρίσματα, καί βλέπει ἡ ψυχή ἕνα στολισμό τῆς Χάριτος καί ὅπου βαδίζει καί ὅπου στέκεται εὐωδιάζουν τά πάντα. Στό δρόμο βαδίζει; Εὐωδία αἰσθάνεται· ὅπου βρέθῆ καί ὅπου σταθῆ αἰσθάνεται αὐτή τή γλυκύτητα καί αὐτή τήν εὐωδία. Δέν φεύγει ἡ εὐωδία αὐτή. Τόσο πολύ ὡραία εἶναι· ἔτσι καί μέ τούς Πατέρες στήν ἔρημο. Γι᾿ αὐτό λοιπόν, προσευχή.
Τί θά μᾶς ἔχη ἑτοιμάσθῆ στήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ! Γι᾿ αὐτό οἱ Πατέρες αἰχμαλωτίζονταν στήν προσευχή καί ἄφηναν δόξες, μεγαλεῖα, οἰκογένειες καί φοροῦσαν πενιχρά καί «τσοπαναραίϊκα» ροῦχα, πηγαίνανε στό Μοναστήρι καί λέγανε:
«Ἐγώ δέν ξέρω τή γλῶσσα».
Ἦταν δῆθεν χωριάτες, ἀγράμματοι καί δέν ἤξεραν νά ἀρθρώσουν λέξι, μόνο καί μόνο γιά νά τούς ἔχουν στήν πιό ταπεινή ἐγασία. Τόσο πολύ ταπείνωναν τόν ἑαυτό τους, ὅπως ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἅγιος Νήφων, πού ἔγινε βουρδουνάρης, δηλαδή ἡμιονηγός, στήν Ἱ. Μονή Διονυσίου, καί ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες, πού εἶχαν πάει στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπως ὁ ἄγιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης, πού ὅταν ἔβοσκε τά γιδάκια του καί ἔψαλλε, σηκωνόντουσαν στά πόδια τους καί ὑμνολογοῦσαν τόν Θεό. Μέ τήν ταπείνωσί τους δοξάστηκαν καί στή γῆ καί στόν οὐρανό. Ἔτσι κι ἐμεῖς· νά μᾶς ἀξιώση ὁ Θεός νά τούς μιμηθοῦμε, νά μᾶς χαρίση ταπείνωσι καί προσευχή. Μέ τήν προσευχή ὁ ἄνθρωπος κάνει θαύματα, ὄχι ὅτι εἶναι ἅγιος καί κάνει θαύματα, ἀλλά ἡ Χάρις πού τόν ἐπισκιάζει τήν ὤρα ἐκείνη, τόν Ἁγίάζει καί τόν κάνει τέλειο.
Γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς πρέπει νά ἀγωνιζώμαστε ὡλοκληρωμένα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί θά ἰδοῦμε πολλά-πολλά μεγαλεῖα ἀπό τήν Χάρι Του. Ἐκεῖ μέσα ἡ ψυχή θά ἀκούση ἀγγελικές φωνές. Ὅλα αὐτά εἶναι πράγματα τῆς Νοερᾶς καί ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Δέν συγκρίνονται τά ἐπίγεια μέ τά οὐράνια. Καί βλέπεις τά τοῦ Θεοῦ, τή δόξα καί τή μεγαλοπρέπεια πού ἔχει ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, βία στήν «εὐχούλα»· ὅλη τήν ἡμέρα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Θά λέμε στό λογισμό μας:
«Ἄν εἴχαμε μία καραμέλα στό στόμα, δέν θά μᾶς γλύκαινε ὅλη τήν ἡμέρα; Καί ἄν ἔχουμε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ συνεχῶς στό στόμα μας, δέν θά μᾶς γλυκάνη ὁ Θεός πού ἔχει τόσο μεγάλη ἀγάπη, τόση εὐσπλαγχνία, τόση μακαριότητα;».
Γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς, ὅσο τό δυνατόν, νά ἀγωνιζώμαστε.
Ὅλους νά μᾶς ἀξιώση ὁ Θεός χέρι-χέρι μαζί νά εἴμαστε στά οὐράνια, νά συμμετέχουμε καί νά συνευφραινώμεθα μέ τά ὡραῖα μεγαλεῖα, τά κάλλη τοῦ Παραδείσου· ἐκεῖ εἶναι ὅλα ὄμορφα. Ὅπως εἶδε ὁ παππούς Ἰωσήφ, ὅταν εἶχε ἕνα πολύ μεγάλο πειρασμό, ἕνα ὡραῖο πουλάκι πού κελαηδοῦσε. Πῆγε γιά προσευχή στήν ἔρημο κι ἐκεῖ πού φώναζε τόν Θεό, βλέπει ἕνα μεγάλο πουλί πού κελαηδοῦσε. Γιά μιά στιγμή βρέθηκε στόν Παράδεισο, ὅπου ἦταν ὅλο πουλάκια· ἀγγελούδια ἦταν τά πουλάκια αὐτά καί ἀνάμεσά τους τό μεγάλο πουλί πού ἔψελλε, κρατοῦσε τό μπάσσο. Σκέψου ἔ! Τό εἶδε ὀφθαλμοφανῶς. Γι᾿ αὐτό νά ἔχουμε πιό πολύ βία, νά ἀγωνιζώμαστε πιό πολύ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἔτσι χέρι-χέρι νά πᾶμε νά τούς προσκυνήσουμε ὅλους αὐτούς τούς Πατέρες, νά ἰδοῦμε τήν δόξα καί τά μεγαλεῖα πού ἔχουν. Ὅπως ὁ παλιός πνευματικός μας, ὁ π. Ἐφραίμ, ὅταν κάποια φορά πῆγα νά τόν δῶ, μοῦ εἶπε:
«Γῆ θανοῦσα», ἔκλαψε συνεσταλμένα καί συνέχισε: «ἄν θά ἔχω παρρησία, θά εὔχωμαι γιά σένα στόν οὐρανό κι ἐσύ μή μέ ξεχάσεις».
Προτοῦ πεθάνη, εἶδε τόν παππού Ἰωσήφ. Ἦταν μέσα σέ μιά λαμπρότητα, σ᾿ ἕνα ἀπέραντο καί πανέμορφο περιβόλι. Ἀπό μιά μικρή ὀπή προσπαθοῦσε νά περάση κι ἐκεῖνος μέσα καί τελικά κατάφερε μόνο νά ἰδῆ τόν παπού νά εἶναι σ᾿ αὐτό τό μεγαλεῖο. Ἀπό τότε σκεφτόταν:
«Ἐγώ θά τόν φτάσω τόν παπποῦ;».
Τελικά ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά πάη σέ καλό μέρος, στόν Παράδεισο, καί τώρα συνευφραίνεται ἐκεῖ μέ ὅλη τή συνοδία. Ἔτσι καί μᾶς νά μᾶς ἀξιώση ὁ Θεός νά παραβρεθοῦμε μέ ὅλη τή συνοδία, ἐκεῖ, ὅταν θά θελήση νά μᾶς πάρη καί νά ἀπολαύσουμε τά ἀγαθά τοῦ Παραδείσου.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Κεντρική διάθεσις:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Ἀπό τό βιβλίο: "Λόγια καρδιᾶς"
COPYRIGHT 2012
Ἱ. Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου