Μεγάλη Πέμπτη βράδυ
«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας» (ὄρθρ. Μ. Παρ., ἀντίφ. ιε΄)
Ὅσο, ἀγαπητοί μου, προχωρεῖ ἡ ἀκολουθία καὶ πλησιάζει ἡ στιγμὴ τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, τόσο οἱ ὕμνοι καὶ τὰ τροπάρια γίνονται γλυκύτερα. Προκαλοῦν συγκίνησι· μόνο χυδαῖες ψυχὲς παραμένουν ἀσυγκίνητες.
Παγκόσμιος θρῆνος. Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς καλεῖ νὰ συμμετάσχουν στὸ θρῆνο καὶ στὸ πένθος ἄγγελοι, ἄνθρωποι ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ ἄψυχα δημιουργήματα. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀναφέρει καὶ τὴ γῆ. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας», λέει. Ἐπιτρέψτε μου, μολονότι εἶστε κουρασμένοι, νὰ πῶ λίγες λέξεις στὸ σημεῖο αὐτό· πενθεῖ ἡ γῆ.
* * *
Αλλά ΤΙ ΕΙΝΕ Η ΓΗ; Ἡ γῆ, ἀπαντοῦν οἱ ἀστρονόμοι, εἶνε ἕνας πλανήτης, ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα οὐράνια σώματα ποὺ ὑπάρχουν. Ἐν συγκρίσει μὲ τὰ ἄλλα οὐράνια σώματα ἡ γῆ εἶνε ἕνας μικρὸς κόκκος. Ἂν γιὰ μᾶς ἡ ὑδρόγειος σφαῖρα φαίνεται μεγάλη, ἐν συγκρίσει ὅμως μὲ ἄλλες σφαῖρες, ποὺ στροβιλίζονται στὸ ἄπειρο, εἶνε πολὺ μικρή.
Καὶ ὅμως ἡ γῆ ἔχει κάτι μοναδικό. Εἶνε οὐράνιο σῶμα εὐλογημένο, καλλωπισμένο, ὡραιότατο. Εἶνε, ὅπως εἶπε κάποιος ἀστρονόμος, «τὸ διαμάντι τῶν ἀστέρων». Ἐδῶ ὑπάρχει βλάστησι, χλόη, ἄνθη, δέντρα, καρποί· ἐδῶ ὑπάρχουν ψάρια, ζῷα, πουλιά· ἐδῶ ὑπάρχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ εἶνε ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ὕπαρξι τῆς ζωῆς. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα στοιχεῖα εἶνε τὸ νερό. Ἐδῶ ὑπάρχουν νερὰ ἄφθονα· πηγές, ποταμοί, λίμνες, θάλασσες καὶ ὠκεανοί, πού καλύπτουν τὰ τρία τέταρτα τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς.
«Ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας», λέει ὁ ὕμνος. Πολλοὶ αὐτὸ τὸ ἀμφισβητοῦσαν, ἀπεδείχθη ὅμως ἀληθινό. Οἱ ἀστροναῦτες ποὺ εἶδαν τὴ γῆ ἀπὸ τὴ σελήνη, ἀπήλαυσαν ἕνα θαυμάσιο θέαμα. Τὴν εἶδαν μιὰ πελώρια πολύχρωμη σφαῖρα ἀλλοῦ ἄσπρη (οἱ παγετῶνες), ἀλλοῦ πράσινη (τὰ δάση), ἀλλοῦ φαιὰ – σκούρα (ἡ ξηρά), καὶ τὸ περισσότερο γαλάζια (ἡ θάλασσα).
Οἱ ἀρχαῖοι, ποὺ δὲν γνώριζαν πολλὰ πράγματα, νόμιζαν ὅτι ἡ γῆ εἶνε ἐπίπεδη κι ὅτι τὴ σηκώνει στοὺς ὤμους του ὁ μυθικὸς Ἄτλας. Σήμερα γνωρίζουμε, ὅτι ἡ γῆ εἶνε μιὰ πελώρια σφαῖρα ποὺ αἰωρεῖται στὸ ἄπειρο. Καὶ κάνει δύο κινήσεις· διαγράφει ἕνα κύκλο γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ μία στροφὴ γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της· ἡ μία κίνησις δημιουργεῖ τὸ ἔτος, ἡ ἄλλη δημιουργεῖ τὸ ἡμερονύκτιο. Καὶ τρέχει μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα· σὲ ἕνα δευτερόλεπτο διανύει εἴκοσι χιλιάδες χιλιόμετρα!
Πῶς στέκεται; Δύσκολο ἐρώτημα. Ἡ ἐπιστήμη ἀπαντᾷ, ἀλλὰ δὲν ἐξηγεῖ· ἁπλῶς περιγράφει. Λέει, ὅτι ἰσορροποῦν δύο τεράστιες δυνάμεις, ἡ παγκόσμιος ἕλξις ποὺ τὴν τραβᾷ πρὸς τὰ μέσα καὶ ἡ φυγόκεντρος δύναμις ποὺ τὴν ὠθεῖ πρὸς τὰ ἔξω. Ὅπως ἐμεῖς μικρὰ παιδιὰ παίζοντας παίρναμε ἕνα κουβαδάκι, τὸ γεμίζαμε νερό, τὸ δέναμε μ᾿ ἕνα σχοινὶ καὶ τὸ περιστρέφαμε, καὶ τὸ νερὸ δὲν χυνόταν. Ἔτσι κ᾿ ἐδῶ· κάποιο ἀόρατο χέρι στρέφει συνεχῶς, ἐπὶ αἰῶνες τώρα, τὴ γῆ, κι αὐτὴ αἰωρεῖται καὶ κινεῖται μέσα στὸ ἄπειρο.
Σᾶς ἐρωτῶ· εἶνε δυνατὸν ἡ ὕλη μόνη της νὰ ἔχῃ τέτοιες δυνάμεις; Ποιός ἔβαλε μέσα στὴ νεκρὰ ὕλη τέτοιες τεράστιες μυστηριώδεις δυνάμεις; Μία εἶνε ἡ λογικὴ ἀπάντησις· ὁ Θεός. «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, καὶ οὐδείς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων σου» (μέγ. Ἁγιασμ., εὐχὴ Σωφρ. Ἰερ.). Γι᾿ αὐτὸ σήμερα ὁ ποιητὴς θυμᾶται τὴ γῆ, τὸ ἔξοχο δημιούργημα, ποὺ συμμετέχει καὶ αὐτὸ στὸν θρῆνο γιὰ τὸν δημιουργό του.
Ἐγὼ θὰ ἤθελα, αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν καὶ βλαστημοῦν τὸν Ἐσταυρωμένο, νὰ τοὺς βάλουμε σ᾿ ἕνα πύραυλο καὶ νὰ τοὺς πᾶμε στὴ σελήνη, ὅπου ἐπικρατεῖ νέκρα· οὔτε ἀέρας, οὔτε σταγόνα νεροῦ ἐκεῖ. Ἀχάριστε ἄνθρωπε! πίνεις τὸ νερό, ἀναπνέεις τὸν καθαρὸ ἀέρα, κ᾿ ἕνα εὐχαριστῶ δὲν λές· τὴ μπουκιὰ ἔχεις στὸ στόμα, καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾷς.
Ἡ γῆ αὐτή, ποὺ εἶνε τὸ πεδίον τῆς δράσεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶνε καὶ μάρτυς τῶν ἔργων του. Ἂν μποροῦσε νὰ μιλήσῃ, θὰ ἐξιστοροῦσε τὰ φοβερὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔγιναν ἐπάνω στὸν φλοιό της. Δὲν ὑπάρχει γωνιὰ τῆς γῆς ποὺ δὲν μολύνθηκε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς διέπραξε μεγάλα ἐγκλήματα. Ἀλλὰ τὸ πιὸ ἀπαίσιο ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἐγκλήματα εἶνε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐσταύρωσε τὸν Δημιουργό του, τὸ Θεό. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀνταπόδοσις καὶ εὐγνωμοσύνη του! Γι᾿ αὐτὸ πενθεῖ ἡ γῆ· «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας».
⃝ Προσέξατε τί λέει ὁ ὕμνος; «ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΡΕΜΑΤΑΙ (Ο ΧΡΙΣΤΟΣ) ἐπὶ ξύλου». Δὲν λέει «ἐκρεμάσθη»· λέει «κρεμᾶται», σὲ ἐνεστῶτα. Τί ἔννοια ἔχει αὐτὸς ὁ ἐνεστώς; Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐκρεμάσθη σὲ ὡρισμένη χρονικὴ στιγμή, ἐφ᾿ ἅπαξ, γιατί λέει «σήμερον κρεμᾶται»; Διότι συνεχίζεται τὸ μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ μας. Ξανασταυρώνεται ὁ Χριστός. Ναί, ξανασταυρώνεται. Ὄχι πλέον ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς λεγομένους Χριστιανούς, αὐτοὺς ποὺ βαπτίσθηκαν στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, φέρουν ὀνόματα χριστιανικὰ καὶ τώρα τὶς μέρες αὐτὲς πυκνώνουν τὰ ἐκκλησιάσματα.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι, ὅπου θανάσιμο ἁμάρτημα, ὅπου ἔγκλημα καὶ ἰδίως φόνος, ἐκεῖ «ἀνασταυροῦται» ὁ Χριστός (βλ. Ἑβρ. 6,6). Λίγοι φόνοι ἔγιναν ἐπάνω στὴ γῆ; 40 μὲ 50 ἑκατομμύρια ἦταν οἱ νεκροὶ μόνο τῶν δύο παγκοσμίων πολέμων. Ἀλλὰ καὶ σήμερα μὲ τὶς ἐκτρώσεις –τί φρίκη– στὴν Ἑλλάδα σφάζονται 400.000 ἔμβρυα τὸ χρόνο. Παιδιά, ἄνθρωποι εἶν᾿ αὐτά, ἀφοῦ ἡ ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεως. Ἡ μήτρα τῆς γυναίκας εἶνε θερμοκήπιο τῆς ζωῆς, ἐργαστήριο ποὺ φτειάχνει ἄνθρωπο. Ἔκτρωσι ἴσον φόνος, καὶ φόνος ἴσον ἀνασταύρωσις τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ντοστογιέφσκυ λέει· «Ὅποιος σκοτώνει παιδί, σκοτώνει τὸ Χριστό». Διότι τὸ παιδὶ εἶνε ἀθῷο ὅπως ὁ Χριστός. Τώρα οἱ Ἕλληνες γεννοῦν δύο μόνο. Τὰ ἄλλα ἔμβρυα τί γίνονται; Δολοφόνοι, δολοφόνοι! Μένετε ἀμετανόητοι· δὲν τρέχετε νὰ ζητήσετε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὅπου φόνος, ὅπου ἔκτρωσις-ἄμβλωσις, ὅπου κλοπή, κατάχρησις, ἀδικία, ἐκμετάλλευσις, ὅπου ψέμα, συκοφαντία καὶ διαβολή, ὅπου πορνεία, μοιχεία κι ὅ,τι ἄλλο ἔκφυλο, ἐκεῖ σταυρώνεται ὁ Χριστός, «σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου» πάλι. Ὁ Ἠλίας Μηνιάτης λέει· «Σήμερον ὁ Χριστὸς κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, καὶ ὁ πόρνος κρεμᾶται στὴν ἀγκάλη τῆς πόρνης!».
Πιστεύεις, Χριστιανέ; ἔλα μετανοημένος νὰ προσκυνήσῃς τὸν Ἐσταυρωμένο. Δὲν πιστεύεις; μὴ μολύνεις καὶ τὰ χείλη σου μὲ φίλημα Ἰούδα. Ἰδού πῶς ἐπαναλαμβάνεται σὲ μύριες περιπτώσεις τὸ «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου».
⃝ Καὶ ἡ γῆ; Η ΓΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΕΤΑΙ. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε»! Τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ ὁ Χριστός, θὰ γίνουμε ὅλοι σκόνη, θὰ σβήσουμε. Ἁμαρτάνεις, ἄνθρωπε, πάνω στὴ σφαῖρα αὐτή, καὶ ἡ γῆ δὲν θὰ διαμαρτυρηθῇ; Ἀσφαλῶς διαμαρτύρεται. Τὸ ἀκούσαμε χθές· «Φρῖξον ἥλιε, στέναξον ἡ γῆ» (Μ. Πέμ. γ΄ ἀπόστ. αἴν.). Ἡ μόλυνσις τοῦ περιβάλλοντος, γιὰ τὴν ὁποία φωνάζει ἡ νέα ἐπιστήμη τῆς οἰκολογίας, τί εἶνε; μιὰ διαμαρτυρία. Ἡ γῆ δὲν εἶνε πλέον ὅπως βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. Ἔχει μολυνθῆ καὶ διαρκῶς μολύνεται. Φωνάζουν ὅλοι, Ἄγγλοι, Ἰταλοί, Γερμανοί, Ῥῶσοι· Ἀμάν, πεθαίνει ἡ γῆ· ξύπνα, ἀνθρωπότης!… Τὸ χορτάρι πικρίζει, οἱ καρποὶ ἀλλοιώνονται. Οἱ λίμνες, οἱ θάλασσες ῥυπαίνονται (ἡ Μεσόγειος κατήντησε ὀχετός). Τὰ ψάρια, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι, ψοφοῦν (βλ. Ἀπ. 8,9), ζῷα δηλητηριάζονται. Ὁ ἀέρας, τὸ πιὸ ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιὰ τὴ ζωή, καλύπτεται ἀπὸ νέφη αἰθάλης καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀσφυκτιοῦν. Τὰ πάντα πεθαίνουν. Αὐτὴ εἶνε ἡ διαμαρτυρία τῆς γῆς γιὰ τὸ ἔγκλημα τῆς ἁμαρτίας.
Τί συνιστᾷ ἡ ἰατρικὴ ὅταν μολυνθῇ ἕνας τόπος; Ἀπολύμανσι. Καὶ ἡ γῆ θέλει ἀπολύμανσι. Δὲν ὑπάρχει σημεῖο της ποὺ δὲν εἶνε μολυσμένο ἀπὸ αἷμα. Ὅπου νὰ πᾶτε ἀκούγεται· «Κάϊν Κάϊν, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;» (Γέν. 4,9). Ἐγώ, ποὺ ἔχω ζήσει τόσα χρόνια καὶ περνῶ τοὺς δρόμους καὶ ξέρω ὅτι σὲ κάθε χιλιόμετρο στὴν Ἑλλάδα κάποιος ἔχει σκοτωθῆ, ἀνατριχιάζω. Δὲν ὑπάρχει γωνιὰ ποὺ δὲν τὴ βάψαμε μὲ αἷμα δεξιοὶ κι ἀριστεροί. Ἀναστενάζει ἡ γῆ καὶ ζητεῖ ἀπολύμανσι, νὰ μπῇ σὲ κλίβανο. Καὶ θὰ μπῇ. Ὁ δὲ κλίβανος εἶνε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
* * *
Τί θὰ κάνουμε, ἀδελφοί; Σταματῶ. Πονῶ, μοῦ ᾿ρχεται νὰ κλάψω. Βρισκόμαστε στὸ τέλος τῆς ἀνθρωπότητος. Σημεῖα πολλά. Μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ αὐτό· πεθαίνει ἡ γῆ! Κλαῖνε τὰ δέντρα, τὰ πουλιά, τὰ βράχια…
Ἐσὺ δὲν θὰ κλάψῃς; Ἂς κλάψουμε κ᾿ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου. Ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ λόγο τοῦ λῃστοῦ· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 27-4-1989. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 20-4-2006, ἐπανέκδοσις 19-3-2023.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου