ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ
Ὅσο βαρειὰ καὶ σκοτεινὴ ἡ νύχτα, τόσο παρήγορο τὸ γλυκοχάραμα. Ὅσο τρικυμισμένη ἡ θάλασσα, τόσο πιὸ ποθητὸ τὸ λιμάνι στὸν ταξιδιώτη. Ὅσο πιὸ πολλὰ χρόνια βαρειᾶς σκλαβιᾶς καὶ φυλακῆς, τόσο πιὸ λαχταριστὴ τῆς λευτεριᾶς ἡ μέρα.
Σὰν γλυκοχάραμα, σὰν λιμάνι ὕστερα ἀπὸ μακραίωνο ταξίδι, σὰν λευτεριὰ ὕστερα ἀπὸ σκλαβιὰ αἰώνων, δέχτηκε ὁ κόσμος τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, τὸν πρῶτο Χριστιανὸ Αὐτοκράτορα. Εἶχαν περάσει τριακόσια χρόνια διωγμῶν. Τριακόσια χρόνια, στὰ ὁποῖα χύθηκαν ποταμοὶ αἱμάτων. Τριακόσια χρόνια στὰ ὁποῖα λεγεῶνες ὁλόκληρες Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ πολεμοῦσαν νὰ ἐξαφανίσουν ἀπ’ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς τοὺς Χριστιανούς. Τριακόσια χρόνια, στὰ ὁποῖα οἱ δήμιοι τῆς Ρώμης εἶχαν κουραστεῖ νὰ θανατώνουν ἀθώους μάρτυρες, καὶ τὰ θηρία τῶν Ρωμαϊκῶν ἀμφιθεάτρων εἶχαν χορτάσει μὲ τὶς σάρκες χιλιάδων Χριστιανῶν. Οἱ κατακόμβες πλημμύρισαν ἀπὸ λείψανα μαρτύρων. Καὶ κεῖ, στὰ βάθη τῆς γῆς, ποὺ τὰ κεριὰ τρεμόσβυναν, φωτίζοντας τὰ πυκνὰ σκοτάδια, οἱ πηγὲς τῶν δακρύων, δακρύων προσευχῆς, πότιζαν τοὺς τάφους τῶν Ἁγίων καὶ θερμὲς προσευχές, ἀπ’ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς ἀνέβαιναν σὰν θυμίαμα εὐπρόσδεκτο, «ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ καταστάσεως τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν».
***
Καὶ ἦρθε ἡ πολυπόθητη ἡμέρα νὰ σταματήσουν οἱ διωγμοί, κι ἐλεύθεροι οἱ Χριστιανοὶ νὰ μποροῦν νὰ λατρεύουν τὸν Σωτῆρα τους. Ἐκλεκτὸ ὄργανο τοῦ Θεοῦ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, στὸ μεγάλο αὐτὸ κοσμοϊστορικὸ προορισμό. Θεόσταλτος μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς. Γιατὶ κι αὐτός, ὅπως καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, θαυματουργικῶς καλεῖται στὸ μεγάλο του ἔργο.
Σὲ δύσκολες στιγμές, ἐνῶ ἐπρόκειτο μὲ τὸ λιγοστὸ στρατό του νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν πολυάριθμο στρατὸ τοῦ Μαξεντίου, βλέπει στὸν οὐρανὸ τὸ θεῖο ὅραμα τοῦ Σταυροῦ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπιγραφὴ «Τούτῳ Νίκα». Τὸ σημεῖο γίνεται λάβαρο, γίνεται ἱερὸς ἐνθουσιασμός, γίνεται ἀναβρασμὸς ψυχῆς, πηγὴ θείας δυνάμεως γιὰ τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τοὺς Χριστιανοὺς στρατιῶτες του. Ρῖγος φόβου καὶ θανάτου γιὰ τοὺς ἀντιπάλους.
Ὁ Μαξέντιος κατατροπώνεται. Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ ἐπιβάλλεται στὶς συνειδήσεις φίλων καὶ ἐχθρῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος νικητὴς στήνει τὸ ἄγαλμά του στὴν Ρώμη κρατώντας δόρυ, ποὺ καταλήγει σὲ Σταυρὸ καὶ γράφει πάνω στὸ βάθρο τοῦ ἀγάλματος τὴν νικητήρια
ἐπιγραφή:
«τούτῳ τῷ σωτηριώδει σημείῳ,
τῷ ἀληθεῖ ἐλέγχῳ τῆς ἀνδρείας
τὴν πόλιν ἡμῶν ζυγοῦ τυραννικοῦ διασωθεῖσαν,
ἠλευθέρωσα».
Ἐκδίδει τὸ διάταγμα τοῦ Μεδιολάνου, μὲ τὸ ὁποῖο δίνει τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία στὸ κράτος του. Γράφει νόμους φωτισμένους μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης. Φεύγει ἀπ’ τὴν γεμάτη εἴδωλα πρωτεύουσα Ρώμη καὶ θεμελιώνει τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν δοξασμένη πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τὸν θρυλικὸ καὶ ἀθάνατο αὐτὸ θρόνο τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ.
Πρῶτο καὶ καλλίτερο κόσμημα στὴν πόλη τῶν ὀνείρων του, στὴν κεντρικώτερη πλατεῖα, στήνει Σταυρὸ πελώριο, μὲ τὴν ἐπιγραφή: «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Χτίζει λαμπροὺς ναούς. Φροντίζει ὁ ἴδιος γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς τάξεως μὲ τὴν σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐξασφαλίζει ἔδαφος γιὰ τὴν ἁλματικὴ ἀνάπτυξη τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Δίνει φτερὰ στοὺς Χριστιανούς.
Βαφτίσθηκε λίγο πρὸ τοῦ θανάτου του καὶ πέρασε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του μὲ ψυχικὴ συντριβή, ἀλλὰ καὶ ψυχικὴ ἀγαλλίαση, γιατὶ αὐτός, ποὺ γνώρισε τόσες δόξες σὰν Αὐτοκράτορας, θεώρησε σὰν μεγαλύτερη εὐτυχία του τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ. Τώρα νοιώθω τὸν ἑαυτό μου εὐτυχισμένον, ἔλεγε, «νῦν ἀληθῶς οἶδ’ ἑμαυτὸν μακάριον». Πέθανε σὲ ἡλικία 63 ἐτῶν, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, 21 Μαΐου τοῦ ἔτους 337, ἀφοῦ τὸ πρωῒ τῆς ἴδιας μέρας εἶχε κοινωνήσει τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Τὸν θάνατό του θρήνησε ὁλόκληρος ὁ Χριστιανικὸς κόσμος. Ἐτάφη στὴν Κωνσταντινούπολη, μέσα στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει καὶ μέσα στὸν ὁποῖο εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος τὸν τάφο του.
Ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὶς ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες του σ’ αὐτὴν τὸν ὀνόμασε Μέγα καὶ Ἰσαπόστολο, καὶ τὸν κατέταξε μεταξὺ τῶν Ἁγίων της.
***
Ἀχώριστη καὶ ἰσάξια σὲ τιμὴ καὶ δόξα γιορτάζεται τὴν ἴδια μέρα ἡ σεβαστὴ καὶ ἁγία μητέρα τοῦ Κωνσταντίνου, ἡ Ἁγία Ἑλένη. Τὰ ψυχικὰ χαρίσματα ἀνέβασαν τὴν χωριατοπούλα αὐτὴ στὰ ὑψηλότερα στρώματα τῆς κοινωνίας κοντὰ στὸν σύζυγό της Κωνστάντιο, τὸν λεγόμενο Χλωρό. Γνώρισε κι αὐτὴ τὸν ἀνθρώπινο πόνο, μὰ βρῆκε ἀνακούφιση στὴν Χριστιανικὴ φιλοσοφία τῆς ἀγάπης, ποὺ γνωρίζει νὰ γίνεται ἀπὸ θεωρία πράξη σ’ ἐκείνους ποὺ δίνουν τὴν ψυχή τους σ’ αὐτήν.
Εἶχε τὴν δύναμη νὰ φυτεύσει τὴν ἴδια πίστη στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ της καὶ μὲ τὴν εὐλογημένη αὐτὴ προδιάθεση, νὰ δεχθεῖ τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ μεγάλο του προορισμό. Στὴν εὐσέβεια τῆς Μητέρας αὐτῆς ὀφείλει ὁ Χριστιανικὸς κόσμος τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Δὲν τὴν ἐμπόδισαν τὰ ὀγδόντα της χρόνια νὰ ἀναλάβει τοὺς κόπους τῶν ταξιδιῶν καὶ τὶς πολύμοχθες ἔρευνες, γιὰ νὰ ἀνακαλύψει τὸ τίμιο ξύλο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Χρόνια ἀγωνίστηκε νὰ ἐκπληρώσει αὐτὸ τὸν ἅγιο πόθο τῆς ψυχῆς της καὶ τὸ πέτυχε. Σ’ αὐτὴν ὀφείλουμε καὶ τὴν ἀνέγερση τῶν πρώτων προσκυνημάτων τῶν Ἁγίων Τόπων.
Αὐτὲς τὶς μεγάλες καὶ ἱερὲς μορφὲς τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τὶς ἡμέρες αὐτὲς καὶ εὔχεται τὸ παράδειγμά τους, παράδειγμα ἀγάπης στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, νὰ φωτίζει καὶ τῶν σημερινῶν Χριστιανῶν τὰ βήματα.
Πρὸς τό· Τοῖς μαθηταῖς συνέλθωμεν…
Οὐκ ἐξ ἀνθρώπων εἴληφε τὸ βασίλειον κράτος, ἀλλ’ ἐκ τῆς θείας χάριτος, Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας, σὺν τῇ μητρὶ οὐρανόθεν· ἐξαστράπτον δὲ βλέπει, Σταυροῦ τὸ θεῖον τρόπαιον· ὅθεν τούτῳ ὀλέσας τοὺς δυσμενεῖς, τῶν εἰδώλων ἔλυσε τὴν ἀπάτην, ἐν κόσμῳ δὲ ἐκράτυνε τὴν ὀρθόδοξον πίστιν.
[Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 138-141. (Ἐπιμέλεια κειμένου, μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου